- ἐγχειρητικός
- ἐγχειρ-ητικός, ή, όν,A enterprising, adventurous, X.HG4.8.22. Adv. -
κῶς Archyt.
ap. Stob.4.50.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κῶς Archyt.
ap. Stob.4.50.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εγχειρητικός — ή, ό (Α ἐγχειρητικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην εγχείρηση 2. το θηλ. ως ουσ. η εγχειρητική α) η τέχνη τής θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με εγχείρηση β) ο κλάδος τής χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους τής εγχειρητικής … Dictionary of Greek
εγχειρητικός — ή, ό 1. που αναφέρεται στην εγχείρηση, τη χειρουργική επέμβαση. 2. το θηλ. ως ουσ., εγχειρητική, η (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγχειρητικώς — ἐγχειρητικός enterprising masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχειρητικώτερος — ἐγχειρητικός enterprising masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεγχειρητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που εκτελείται πριν από χειρουργική επέμβαση («προεγχειρητική αγωγή) 2. φρ. α) «προεγχειρητικές εξετάσεις» ιατρ. γενικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται πριν από χειρουργική επέμβαση και συνίστανται στη διερεύνηση τής απήχησης… … Dictionary of Greek